- υποσχετικός
- -ή, -ό / ὑποσχετικός, -ή, -όν, ΝΜΑνεοελλ.1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε υπόσχεση («υποσχετικές συμβάσεις» — συμβάσεις με τις οποίες ιδρύεται ενοχικό δικαίωμα, π.χ. πώληση)2. το ουδ. ως ουσ. το υποσχετικόέγγραφο με το οποίο δίνει κάποιος ορισμένη υπόσχεση3. φρ. «υποσχετική δικαιοπραξία»(νομ.) δικαιοπραξία με την οποία παράγεται υποχρέωση τού οφειλέτη και αντίστοιχα ενοχικό δικαίωμα τού άλλου προσώπου που δέχεται την υπόσχεσημσν.-αρχ.αυτός που δίνει εύκολα υποσχέσεις.επίρρ...ὑποσχετικῶς ΜΑμε εύκολες υποσχέσεις.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὑποσχε- τού ρ. ὑπισχνοῦμαι «υπόσχομαι» (πρβλ. ὑποσχέσθαι, ὑπόσχεσις) + κατάλ. -τικός (πρβλ. βοηθη-τικός)].
Dictionary of Greek. 2013.